κοντεύω

κοντεύω
(I)
και κοντεύγω (Μ κοντεύω και κοντεύγω)
1. προσεγγίζω, πλησιάζω κάποιον ή κάτι, έρχομαι κοντά («κάνε υπομονή, κοντεύουμε να φτάσουμε στο χωριό»)
2. φέρνω κοντά, σιμώνω («όντα θα με κοντέψουνε στής εκκλησιάς τη στράτα», Πασπάτ.)
3. (ενεργ. και μέσ.) συντομεύω, λιγοστεύω («λιγαίνει και κοντεύγεται το μάκρος τσι ζωής της», Ερωτόκρ.)
4. φρ. α) «κοντεύω να...»
i) κινδυνεύω να..., παρά λίγο να... («κόντεψα να πεθάνω»)
ii) είμαι κοντά το σημείο να... («κοντεύει να χαράξει»)
β) «κοντεύονται τα γόνατα μου» — δεν μπορώ να περπατήσω
μσν.
φθάνω στο τέλος («ἐκόντεψεν ἡ ζωή μου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. κοντά (Ι) + κατάλ. -εύω. Ο τ. κοντεύγω < κοντεύω, με ανάπτυξη τού λεγομένου «αλόγου ερρίνου» (γ)].
————————
(II)
κοντεύω (Μ) [κοντός (ΙΙ)] κρεμώ σε κοντάρι, αναρτώ σε ιστό, προσηλώνω σε κοντό («τὴν κεφαλὴν τοῡ ἱερέως ἐκόντευσεν», Ι.Μαλάλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοντεύω — κοντεύω, κόντεψα βλ. πίν. 17 (και ως απρόσ. κοντεύει) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κοντεύω — κόντεψα 1. πλησιάζω: Κοντεύουν τρία χρόνια από τότε. 2. περισσότερο χρησιμοποιείται στο τρίτο ενικό πρόσωπο με τη σημασία του πλησιάζει να, λίγο θέλει να: Κόντεψε να πέσω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοντός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 178 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αίγινας της νομαρχίας Πειραιώς. * * * (I) ή, ό (ΑM κοντός και κονδός, ή, όν) αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, ο… …   Dictionary of Greek

  • εγγίζω — και αγγίζω και εγγιάζω και γγιάζω (AM ἐγγίζω) 1. είμαι κοντά, πλησιάζω 2. πλησιάζω το χέρι μου σε κάτι ώστε να ακουμπώ 3. (για χρόνο) πλησιάζω, κοντεύω («ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῡ Θεοῡ», ΚΔ Μάρκ.) μσν. νεοελλ. 1. πλησιάζω ερωτικά 2. πειράζω, ενοχλώ …   Dictionary of Greek

  • επιβαίνω — ἐπιβαίνω (Α) [βαίνω] 1. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο 2. βατεύω, οχεύω μσν. νεοελλ. ανέρχομαι αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο ή εκτελώ επισκοπικά έργα έξω από τα όρια τής επισκοπής μου αρχ. μσν. 1. πατώ πάνω σε κάτι («μηδέποτε ἐπιβήσονται… …   Dictionary of Greek

  • θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… …   Dictionary of Greek

  • κινδυνεύω — και κιντυνεύω και κινδυνεύγω (ΑΜ κινδυνεύω και μέσ. κινδυνεύομαι) [κίνδυνος] 1. βάζω τον εαυτό μου σε κίνδυνο, εκτίθεμαι σε κάποιον κίνδυνο ή σε μία επικίνδυνη κατάσταση (α. «κινδυνεύεις με το να καπνίζεις τόσο πολύ» β. «ἑτοίμως κινδυνεύειν πρός… …   Dictionary of Greek

  • κοντοσώνω — (Μ) κοντοφτάνω, κοντεύω, πλησιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) + σώνω «τελειώνω»] …   Dictionary of Greek

  • κόντεμα — και κόντημα, το [κονταίνω] 1. το αποτέλεσμα τού κονταίνω, βράχυνση 2. το αποτέλεσμα τού κοντεύω, προσέγγιση, πλησίασμα …   Dictionary of Greek

  • ολεθριώ — ὀλεθριῶ, άω (Α) κοντεύω να πεθάνω, είμαι ετοιμοθάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλεθρος + κατάλ. ιῶ / ιάω, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. ικτερ ιώ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”